Συχνές Ερωτήσεις
text
Αυτό εξαρτάται από την ηλικία της γυναίκας. Σύμφωνα με τις οδηγίες της Αμερικανικής Εταιρείας Αναπαραγωγικής Ιατρικής (ASRM), πρόβλημα υπογονιμότητας θεωρείται ότι υπάρχει, μόνον όταν ένα ζευγάρι έχει προσπαθήσει να συλλάβει τουλάχιστο για 12 μήνες, εκτός εάν υπάρχει κάποιο επιβαρυντικό ιατρικό ιστορικό ή η ηλικία της γυναίκας, που υπαγορεύουν την έναρξη των εξετάσεων και την εκτίμηση της γενικής εικόνας νωρίτερα.
Είναι γνωστό ότι η γονιμότητα της γυναίκας μειώνεται με την πάροδο της ηλικίας. Ο πρωταρχικός λόγος είναι η μείωση τόσο του αριθμού όσο και της ποιότητας των ωαρίων.
Επομένως, συνοπτικά, συστήνεται ένα ζευγάρι να προσπαθήσει για εγκυμοσύνη ένα χρόνο όταν η γυναίκα είναι κάτω από 35 ετών. Όταν η γυναίκα είναι μεταξύ 35 και 39 ετών, το διάστημα που δίνεται είναι 6 μήνες. Όταν όμως ξεπερνάει την ηλικία των 40, το διάστημα που θα προσπαθήσουν για σύλληψη μειώνεται στους 3 μήνες.
Πρόβλημα υπογονιμότητας παρουσιάζει ένα στα έξι ζευγάρια και μπορεί να οφείλεται τόσο στον άνδρα όσο και στη γυναίκα.
Υπάρχουν πολλοί λόγοι, που ένα ζευγάρι παρουσιάζει δυσκολία στο να συλλάβει με φυσικό τρόπο (φυσιολογικά).
Στους άνδρες, πρόβλημα υπογονιμότητας παρουσιάζεται συνήθως, όταν υπάρχει χαμηλός αριθμός σπερματοζωαρίων ή χαμηλή κινητικότητα των σπερματοζωαρίων στο σπέρμα.
Στις γυναίκες, παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν τη γονιμότητα είναι προβλήματα ορμονολογικά, όπως η μη κανονική διαδικασία της ωορρηξίας, προβλήματα που δημιουργούνται από την απόφραξη των σαλπίγγων καθώς επίσης και προβλήματα με τη μήτρα. Η ενδομητρίωση επίσης είναι δυνατόν να επηρεάσει τη γονιμότητα. Πολλές φορές η υπογονιμότητα μπορεί να οφείλεται σε συνδυασμό των παραπάνω παραγόντων. Σε 1/3 των περιπτώσεων υπάρχει ανεξήγητη υπογονιμότητα γιατί δεν βρίσκεται κάποιος εμφανής παράγοντας για την υπογονιμότητα, παρόλες τις εξετάσεις που γίνονται.
Αλλοι παράγοντες που μπορεί να επηρεάζουν τη γονιμότητα είναι:
- Η ηλικία – Η γονιμότητα στις γυναίκες μειώνεται μετά την ηλικία των 35 ετών.
- Σύνδρομο πολυκυστικών ωοθηκών (PCOS)
- Γενετικά προβλήματα
- Γυναικολογικά προβλήματα όπως ιστορικό εξωμήτριου κύησης.
- Ιατρικά προβλήματα όπως διαβήτης, μη φυσιολογική λειτουργία του θυρεοειδούς.
- Επιλογές που εμείς οι ίδιοι κάνουμε όπως το κάπνισμα, το αλκοόλ και το αυξημένο σωματικό βάρος, που επηρεάζουν αρνητικά την προσπάθεια για σύλληψη.
Το κάπνισμα, είναι γνωστό από μελέτες, έχει αρνητική επίδραση στην αναπαραγωγική ικανότητα. Χημικά συστατικά του καπνού και μεταβολίτες έχουν απομονωθεί στο ωοθυλακικό υγρό. Βλάβη προκαλείται στην ωρίμανση ωοθυλακίων / ωαρίων, στην παραγωγή ορμονών από το ωοθυλάκιο, έχουν τοξική επίδραση στο DNA των ωαρίων και επιδρούν αρνητικά στη δεκτικότητα της μήτρας. Επιταχύνουν την ωοθηκική γήρανση και είναι γνωστό πως γυναίκες που καπνίζουν μπαίνουν στην εμμηνόπαυση νωρίτερα.
Η υπογονιμότητα είναι 3 φορές υψηλότερη σε γυναίκες με αυξημένο σωματικό βάρος (BMI >25kgr/m2). Εχουν επίσης χαμηλότερα ποσοστά εγκυμοσύνης όταν υποβάλλονται σε θεραπείες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Αυτό οφείλεται σε ενδοκρινικές και μεταβολικές αλλαγές, στη μη σωστή ρύθμιση του μεταβολισμού στεροϊδών ορμονών και σε αλλαγές στην έκκριση και δράση της ινσουλίνης. Αυτό το ενδοκρινικό προφίλ οδηγεί στον μηχανισμό μέσω του οποίου το αυξημένο σωματικό βάρος επιδρά στην αναπαραγωγική ικανότητα, προκαλώντας υπερινσουλιναιμία, αντίσταση στην ινσουλίνη, αύξηση των ανδρογόνων και ανωορρηξία.
Το αλκοόλ, ιδιαίτερα σε υψηλές δόσεις, είναι ένας άλλος παράγοντας που φαίνεται να έχει αρνητική επίδραση στην παραγωγή ωαρίων.
Ωστόσο η σχέση μεταξύ καφεϊνης, των καφεϊνούχων ποτών και της υπογονιμότητας, δεν είναι ξεκάθαρη. Ούτε επίσης το όριο πάνω από το οποίο η καφεϊνη επιδρά αρνητικά στη γονιμότητα.
Πολλές γυναίκες εκφράζουν ανησυχίες σχετικά με τις παρενέργειες που προκαλούν τα φάρμακα της εξωσωματικής. Τα πιο συχνά ερωτήματα αφορούν την πιθανή αύξηση του βάρους, αύξηση της τριχοφυίας, μεταβολές στη διάθεση, αλλά και πιο σοβαρές παρενέργειες όπως η εμφάνιση κάποιου γυναικολογικού καρκίνου.
Η αλήθεια είναι ότι γυναίκες που κάνουν χρήση φαρμάκων διέγερσης ωοθηκών, ενδέχεται να εμφανίσουν κάποια ήπια συμπτώματα, παρόμοια με αυτά πριν την περίοδο (κατακράτηση υγρών κ.λ.π.). Υποχωρούν όμως άμεσα με τη διακοπή λήψης του φαρμάκου.
Υπάρχει επίσης μία επιπλοκή των φαρμάκων που λέγεται Σύνδρομο Υπερδιέγερσης Ωοθηκών. Σε ορισμένες γυναίκες, οι ωοθήκες είναι πιο ευαίσθητες στα φάρμακα. Στις περιπτώσεις αυτές σχηματίζονται περισσότερα ωοθυλάκια και αυξάνονται σημαντικά τα επίπεδα οιστραδιόλης στο αίμα. Παρά το ότι καθ’ όλη τη διάρκεια της θεραπείας γίνονται συνεχώς υπερηχογραφήματα και ορμονολογικοί έλεγχοι, η επιπλοκή αυτή κάποιες φορές δεν μπορεί να αποφευχθεί. Συμβαίνει περίπου στο 4-5% των κύκλων θεραπείας.
Στην ήπια μορφή του, οι ωοθήκες αυξάνονται σε μέγεθος, μπορεί να υπάρχει πόνος στην κοιλιακή χώρα και ναυτία. Συνήθως τα συμπτώματα υποχωρούν σε μερικές μόνον ημέρες, με ξεκούραση στο σπίτι και λήψη πολλών υγρών.
Υπάρχει ωστόσο το ενδεχόμενο, σε σπάνιες περιπτώσεις, να εξελιχθεί και να χρειαστεί εισαγωγή σε Νοσοκομείο ή Κλινική για την αντιμετώπισή του.
Για λόγους οι οποίοι δεν είναι γνωστοί, γυναίκες που παθαίνουν υπερδιέγερση των ωοθηκών, έχουν και περισσότερες πιθανότητες εγκυμοσύνης.
Η πιο σοβαρή ανησυχία τέλος που εκφράζεται, έχει να κάνει με το φόβο για την εμφάνιση καρκίνου. Πρόσφατες επιδημιολογικές μελέτες που έχουν δημοσιευτεί, είναι καθησυχαστικές και αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει καμία συσχέτιση ανάμεσα στη χρήση των φαρμάκων για την υπογονιμότητα και την ανάπτυξη γυναικολογικών καρκίνων. Ωστόσο οι μελέτες εξακολουθούν να καταγράφουν τις μακροπρόθεσμες επιδράσεις των φαρμάκων αυτών.
Σήμερα στην Ελλάδα έχουμε έναν από τους χαμηλότερους δείκτες γονιμότητας ανάμεσα στις προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες, με 1,33 που βρίσκεται κάτω από το όριο αντικατάστασης του πληθυσμού. Αυτό βεβαίως οφείλεται στην υπογεννητικότητα στη χώρα μας και το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης φέρει η πολιτεία. Σε ένα μεγάλο ποσοστό όμως, εμείς οι ίδιοι έχουμε την ευθύνη για τις επιλογές που κάνουμε μέσα στον σύγχρονο τρόπο ζωής.
Όπως είναι γνωστό, η ηλικία αποτελεί τον πιο σημαντικό παράγοντα, που καθορίζει τη γονιμότητα στη γυναίκα. Μετάθεση της απόφασης για την απόκτηση ενός παιδιού, λόγω σπουδών, καριέρας και οικονομικής αποκατάστασης, σε μεγαλύτερη ηλικία, είναι δική μας επιλογή και ευθύνη που έχει σαν αποτέλεσμα την αύξηση της υπογονιμότητας.
Παράγοντες που ως γνωστόν έχουν αρνητική επίδραση στην επίτευξη εγκυμοσύνης, μπορεί να τροποποιηθούν ή να αποφευχθούν. Η διακοπή του καπνίσματος, η μείωση του σωματικού βάρους και του stress, είναι απόλυτα μέσα στον έλεγχό μας. Είναι οι επιλογές που εμείς οι ίδιοι μπορούμε να κάνουμε για να επηρεάσουμε καθοριστικά όχι μόνο την επίτευξη μιας εγκυμοσύνης, αλλά και τη γέννηση ενός υγιούς παιδιού.